επιγλισχραίνω

επιγλισχραίνω
ἐπιγλισχραίνω (Α)
κάνω κάτι ακόμη πιο γλοιώδες, πιο γλιστερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γλισχραίνω (< γλίσχρος «γλοιώδης»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσεπιγλισχραίνω — Α καθιστώ κάτι ακόμη πιο γλοιώδες και κολλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιγλισχραίνω «κάνω κάτι πιο γλοιώδες»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”